ἱκετεύσει

ἱκετεύσει
ἱκέτευσις
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἱκετεύσεϊ , ἱκέτευσις
fem dat sg (epic)
ἱκέτευσις
fem dat sg (attic ionic)
ἱκετεύω
approach as a suppliant
aor subj act 3rd sg (epic)
ἱκετεύω
approach as a suppliant
fut ind mid 2nd sg
ἱκετεύω
approach as a suppliant
fut ind act 3rd sg
ἱ̱κετεύσει , ἱκετεύω
approach as a suppliant
futperf ind mp 2nd sg
ἱ̱κετεύσει , ἱκετεύω
approach as a suppliant
futperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προκύλισις — ίσεως, ἡ, Α [προκυλίομαι] το να πέφτει κανείς μπροστά στα πόδια κάποιου για να τόν ικετεύσει («προκυλίσεις καὶ προσκυνήσεις», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • προστάτης — Αδενομυϊκό όργανο που ανήκει στο γεννητικό σύστημα του άνδρα· έχει σχήμα και διαστάσεις κάστανου, βρίσκετα κάτω από την ουροδόχο κύστη και περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Οι αδένες του π. εκκρίνουν ένα γαλακτώδες υγρό, που έχει την… …   Dictionary of Greek

  • Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”